- κατήλιψ
- κατῆλιψ, -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.)2. το άνω πάτωμα οικίας3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφονοἱ δὲ ἰκρίωμα τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. ἄλιψ, αἰγίλιψ].
Dictionary of Greek. 2013.